- πλίνθος
- Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά καμίνια. Ο καλά κατασκευασμένος π. προσφέρει ικανοποιητική αντίσταση στις καταπονήσεις και σταθερή διάρκεια: χρησιμοποιήθηκε από τους πιο αρχαίους χρόνους όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μεσοποταμία. Εκτός από την αντοχή και τη διάρκεια, κύρια χαρακτηριστικά του π. είναι η ελαφρότητα, η ευκολία μεταφοράς, η ιδιαίτερη πρόσφυση που προσφέρει προς τα επιχρίσματα, τα κανονικά του σχήματα, κατάλληλα για οποιαδήποτε χρήση. Όλα αυτά τον κάνουν το καλύτερο υλικό για να υποκαθιστά το φυσικό λίθο, στις περιοχές όπου αυτός είναι σπάνιος.
Ο π. ως δομικό υλικό χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε σχήματα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου· για τις όψεις των τοίχων που πρόκειται να παραμείνουν ορατές, δηλαδή που δεν θα επιχριστούν, χρησιμοποιούνται κατάλληλα τούβλα, με έδρες και ακμές κανονικές. Με τους κοινούς π. χτίζονται ακόμα και καμπύλοι τοίχοι, τόξα και θόλοι, αλλά για καμπύλες μικρής ακτίνας (τοιχοποιίες σε γέφυρες, δεξαμενές, στύλους) χρησιμοποιούνται σφηνοειδείς π. Για τους εσωτερικούς τοίχους, οι οποίοι δεν υφίστανται μεγάλες καταπονήσεις και πρέπει να είναι ελαφροί και μονωτικοί, προτιμούνται οι διάτρητοι π. Χρησιμοποιούνται επίσης για την κατασκευή των διαχωριστικών τοιχωμάτων σε διάφορους χώρους και για τους μικρούς χώρους των σιδηρών δαπέδων, για τα οποία υπάρχουν στο εμπόριο π. σε μικρά σχήματα. Κατά την κατασκευή των δαπέδων στους διάφορους ορόφους, ιδιαίτερα των κατοικιών, υιοθετείται γενικά το μεικτό σύστημα του οπλισμένου σκυροδέματος και των ειδικών π., που είναι κοίλοι και σχηματίζουν θαλάμους αέρα, ικανούς να παρέχουν μια καλή θερμική και ακουστική μόνωση.
Ιδιαίτεροι π. κατασκευάζονται ως υλικά κάλυψης των οικοδομών, όπως τα καμπύλα κεραμίδια. Οι διακοσμητικοί π. έχουν σχήματα και διαστάσεις κατάλληλες για να διαμορφώνονται διάφορα διακοσμητικά σχήματα. Άλλοι ειδικοί π. είναι εκείνοι που προορίζονται για το πάτωμα, με σχήματα και διαστάσεις διάφορες, και τα πλινθία για τις επενδύσεις, τα διατοιχίσματα και τις οροφές.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία π. είναι οι πυρίμαχοι π., οι οποίοι αποτελούνται από άργιλο, πυριτική άμμο και αλουμίνα, ουσία με σημαντικές αναγωγικές ιδιότητες. Οι π. αυτοί αντέχουν στη φωτιά, χωρίς να λιώνουν ούτε να απανθρακώνονται, και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως για προστατευτικές επενδύσεις των λεβήτων.
Στην κατασκευή των π. είναι αναγκαίες οι ακόλουθες διαδικασίες: εξαγωγή της αργίλου, αποθήκευση, μάλαξη και βελτίωση του υλικού. Η νεότερη τεχνική τείνει ν’ απαλλάξει την άργιλο από το αρκετά επιβλαβές πυρίτιο και να αυξήσει την πλαστικότητα με την προσθήκη ουσιών που αυξάνουν την συνεκτικότητα, όπως ο χαλαζίας, όταν η μάζα είναι δύσπλαστη. Μετά την προετοιμασία ακολουθεί ο κυλινδρισμός, η σχηματοποίηση είτε με χειροκίνητους τύπους είτε με μηχανικούς εκτυπωτήρες για ομάδες τεμαχίων, η φυσική ξήρανση στο ύπαιθρο, σε στεγασμένους χώρους ή σε ξηραντήρες με σήραγγα και τελικά το ψήσιμο σε συνεχείς καμίνους (π.χ. τύπου Χόφμαν).
Εργάτης σε παραδοσιακό εργοστάσιο παραγωγής πλίνθων στο Ιράκ.
* * *η, ΝΜΑ, και πλίθος Ν, και σπάνια πλίνθον, τὸ, Α1. (οικοδ.) μικρή δομική μονάδα κατασκευασμένη από πηλό σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου και με διαστάσεις που επιτρέπουν τη μεταφορά του με το χέρι και η οποία έχει ξηρανθεί με ψήσιμο σε καμίνι, οπότε λέγεται οπτόπλινθος ή οπτή πλίνθος, κν. τούβλο, ή με έκθεση στον ήλιο, οπότε λέγεται ωμόπλινθος ή ωμή πλίνθος, κν. πλίθα2. καθετί που έχει σχήμα πλίνθου3. (αρχίτ.) α) ορθογώνια παραλληλεπίπεδη πλάκα που αποτελεί το ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου δωρικού ρυθμού, ο άβακαςβ) τετράγωνη πλάκα που αποτελεί την βάση κίονα ή στήλης4. παροιμ. «λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» — λέγεται για να χαρακτηριστεί η ακαταστασία και η αταξίααρχ.1. πέτρα που πελεκήθηκε σε ορθογώνιο σχήμα για οικοδομή2. ορθογώνιο τμήμα από μάρμαρο3. ακατέργαστο μέταλλο χυμένο σε καλούπι από πλίνθους4. είδος βασανιστηρίου που γινόταν με την επίθεση πλίνθων5. φρ. «διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου» — με τριάντα στιβάδες, σειρές από πλίνθους (Θουκ.)6. (κατά τον Ησύχ.) «μέρος τι τῆς κεφαλῆς τοῡ κίονος»7. παροιμ. «πλίνθον πλύνειν» — λεγόταν για κάτι το ακατόρθωτο, για ανώφελο κόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος ή είναι δάνειος ή ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, όπως και η λ. κέραμος. Ο νεοελλ. τ. πλίθος με αποβολή τού έρρινου -ν- προς τού -θ- (πρβλ. ξαθός: ξανθός, πεθερός: πενθερός)].
Dictionary of Greek. 2013.